Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδαμαντοκόλλητος η αδαμαντοκόλλητη το αδαμαντοκόλλητο
      γενική του αδαμαντοκόλλητου της αδαμαντοκόλλητης του αδαμαντοκόλλητου
    αιτιατική τον αδαμαντοκόλλητο την αδαμαντοκόλλητη το αδαμαντοκόλλητο
     κλητική αδαμαντοκόλλητε αδαμαντοκόλλητη αδαμαντοκόλλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδαμαντοκόλλητοι οι αδαμαντοκόλλητες τα αδαμαντοκόλλητα
      γενική των αδαμαντοκόλλητων των αδαμαντοκόλλητων των αδαμαντοκόλλητων
    αιτιατική τους αδαμαντοκόλλητους τις αδαμαντοκόλλητες τα αδαμαντοκόλλητα
     κλητική αδαμαντοκόλλητοι αδαμαντοκόλλητες αδαμαντοκόλλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδαμαντοκόλλητος < αδάμας + -ο- + κολλώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδαμαντοκόλλητος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία