Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδαμαντοστόλιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδαμαντοστόλιστ
ος
η
αδαμαντοστόλιστ
η
το
αδαμαντοστόλιστ
ο
γενική
του
αδαμαντοστόλιστ
ου
της
αδαμαντοστόλιστ
ης
του
αδαμαντοστόλιστ
ου
αιτιατική
τον
αδαμαντοστόλιστ
ο
την
αδαμαντοστόλιστ
η
το
αδαμαντοστόλιστ
ο
κλητική
αδαμαντοστόλιστ
ε
αδαμαντοστόλιστ
η
αδαμαντοστόλιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδαμαντοστόλιστ
οι
οι
αδαμαντοστόλιστ
ες
τα
αδαμαντοστόλιστ
α
γενική
των
αδαμαντοστόλιστ
ων
των
αδαμαντοστόλιστ
ων
των
αδαμαντοστόλιστ
ων
αιτιατική
τους
αδαμαντοστόλιστ
ους
τις
αδαμαντοστόλιστ
ες
τα
αδαμαντοστόλιστ
α
κλητική
αδαμαντοστόλιστ
οι
αδαμαντοστόλιστ
ες
αδαμαντοστόλιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδαμαντοστόλιστος
<
αδάμας
+
-ο-
+
στολίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αδαμαντοστόλιστος
ο
αδαμαντοκόλλητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διαμάντι
και
στολίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδαμαντοστόλιστος
→
δείτε
τη λέξη
αδαμαντοκόλλητος