↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγουλιέρα οι αβγουλιέρες
      γενική της αβγουλιέρας
    αιτιατική την αβγουλιέρα τις αβγουλιέρες
     κλητική αβγουλιέρα αβγουλιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβγουλιέρα < αβγούλ(ι) + -ιέρα[1] < αβγό (παράβαλε τυρί > τυριέρα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɣuˈʎe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βγου‐λιέ‐ρα
 
Αβγό σε αβγουλιέρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβγουλιέρα θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη αβγό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβγουλιέραΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • αβγουλιέραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)