έμφορτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έμφορτος | η | έμφορτη | το | έμφορτο |
γενική | του | έμφορτου | της | έμφορτης | του | έμφορτου |
αιτιατική | τον | έμφορτο | την | έμφορτη | το | έμφορτο |
κλητική | έμφορτε | έμφορτη | έμφορτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έμφορτοι | οι | έμφορτες | τα | έμφορτα |
γενική | των | έμφορτων | των | έμφορτων | των | έμφορτων |
αιτιατική | τους | έμφορτους | τις | έμφορτες | τα | έμφορτα |
κλητική | έμφορτοι | έμφορτες | έμφορτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έμφορτος < ελληνιστική κοινή ἔμφορτος < αρχαία ελληνική ἐν + φόρτος < φέρω
Επίθετο
επεξεργασίαέμφορτος, -η, -ο
- (λόγιο) ο φορτωμένος (αλλά όχι απαραίτητα γεμάτος)
- Όταν υπάρχει υπόνοια πως ένα πλοίο είναι έμφορτο ψυχοτροπικών ουσιών σε διεθνή νερά, τότε βάσει διεθνούς δικαίου κάθε διερχόμενο πολεμικό πλοίο έχει υποχρέωση να συμβάλλει στη νηοψία του
- Σημειώνεται ότι το βυθισθέν πλοίο με άλλο όνομα έχει απασχολήσει στο παρελθόν τις Υπηρεσίες του Αρχηγείου ΛΣ - ΕΛΑΚΤ σε υπόθεση λαθρεμπορίας καπνικών προϊόντων και πάλι έμφορτο με φορτηγά οχήματα. (*)
- Στη συνέχεια, βρέθηκε στην ίδια περιοχή δεύτερο φορτηγό όχημα με επικαθήμενο, έμφορτο και αυτό με κιβώτια τσιγάρων. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φόρτος