Δείτε επίσης: φαναριώτης

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Φαναριώτης < Φανάρ(ι) < + -ιώτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.naɾˈʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φα‐να‐ριώ‐της

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φαναριώτης οι Φαναριώτες
      γενική του Φαναριώτη των Φαναριωτών
    αιτιατική τον Φαναριώτη τους Φαναριώτες
     κλητική Φαναριώτη Φαναριώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Φαναριώτης αρσενικό (θηλυκό Φαναριώτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) ο καταγόμενος από οικισμό με το όνομα Φανάρι
  2. (ιστορία) ονομασία που υποδήλωνε τους προνομιούχους Έλληνες που μετείχαν στη δημόσια ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι οποίοι κατοικούσαν στη συνοικία Φανάρι
    ※  Ελίτ υπήρχαν πάντα. Και στα καθεστώτα που ευαγγελίζονταν αταξική κοινωνία, οι εκλεκτοί και οι νομενκλατούρες ήταν πιο ίσοι από τους άλλους. Μια παλαιότερη «ημετέρα» ελίτ με εκπληκτικό δείκτη προσαρμοστικότητας ήταν οι Φαναριώτες.
    Κώστας Λεονταρίδης, Φαναριώτες, προδότες κ.λπ., Η Καθημερινή, 22 Ιανουαρίου 2014

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φαναριώτης οι Φαναριώτηδες
      γενική του Φαναριώτη* των Φαναριώτηδων
    αιτιατική τον Φαναριώτη τους Φαναριώτηδες
     κλητική Φαναριώτη Φαναριώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Φαναριώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φαναριώτης < πατριδωνυμικό Φαναριώτης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φαναριώτης αρσενικό (θηλυκό Φαναριώτη ή Φαναριώτου)

Μεταγραφές

επεξεργασία