Φαιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φαιστός | ||
γενική | της | Φαιστού | ||
αιτιατική | τη | Φαιστό | ||
κλητική | Φαιστέ | |||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φαιστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Φαιστός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /feˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φαι‐στός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦαιστός θηλυκό
- αρχαία πόλη της Κρήτης, το δεύτερο σημαντικότερο κέντρο του μινωικού πολιτισμού μετά τη Κνωσό
- αρχαιολογικός τόπος της Κρήτης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Φαιστός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Φαιστός | ||
γενική | τῆς | Φαιστοῦ | ||
δοτική | τῇ | Φαιστῷ | ||
αιτιατική | τὴν | Φαιστόν | ||
κλητική ὦ! | Φαιστέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φαιστός, ήδη μυκηναϊκή 𐀞𐀂𐀵 (pa-i-to) < αβέβαιης ετυμολογίας, μάλλον άμεσο δάνειο από την προελληνική [1] Παλιότερα είχε συνδεθεί με το φῶς, φάϜος, χωρίς όμως να υπάρχει εξήγηση για την απουσία του δίγαμμα από τη μυκηναϊκή.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦαιστός, -οῦ θηλυκό
- πόλη της Κρήτης, επίσης όνομα πόλης στην Πελοπόννησο και τη Θεσσαλία
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 648
- ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 296
- ἔνθα νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ, / ἐς Φαιστόν
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Φαιστός σελ. 1547 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- Φαιστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- μεταγραφή στα λατινικά Phaestus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.