Δείτε επίσης: Φαῖστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Φαιστός
      γενική της Φαιστού
    αιτιατική τη Φαιστό
     κλητική Φαιστέ
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φαιστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Φαιστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /feˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φαι‐στός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φαιστός θηλυκό

  1. αρχαία πόλη της Κρήτης, το δεύτερο σημαντικότερο κέντρο του μινωικού πολιτισμού μετά τη Κνωσό
  2. αρχαιολογικός τόπος της Κρήτης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φαιστός
      γενική τῆς Φαιστοῦ
      δοτική τῇ Φαιστ
    αιτιατική τὴν Φαιστόν
     κλητική ! Φαιστέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φαιστός, ήδη μυκηναϊκή 𐀞𐀂𐀵 (pa-i-to) < αβέβαιης ετυμολογίας, μάλλον άμεσο δάνειο από την προελληνική [1] Παλιότερα είχε συνδεθεί με το φῶς, φάϜος, χωρίς όμως να υπάρχει εξήγηση για την απουσία του δίγαμμα από τη μυκηναϊκή.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φαιστός, -οῦ θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Φαιστός σελ. 1547 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία