Ετυμολογία

επεξεργασία
Φαίστιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Φαιστ(ός) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φαίστιος Φαιστί τὸ Φαίστιον
      γενική τοῦ Φαιστίου τῆς Φαιστίᾱς τοῦ Φαιστίου
      δοτική τῷ Φαιστί τῇ Φαιστί τῷ Φαιστί
    αιτιατική τὸν Φαίστιον τὴν Φαιστίᾱν τὸ Φαίστιον
     κλητική ! Φαίστιε Φαιστί Φαίστιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Φαίστιοι αἱ Φαίστιαι τὰ Φαίστι
      γενική τῶν Φαιστίων τῶν Φαιστίων τῶν Φαιστίων
      δοτική τοῖς Φαιστίοις ταῖς Φαιστίαις τοῖς Φαιστίοις
    αιτιατική τοὺς Φαιστίους τὰς Φαιστίᾱς τὰ Φαίστι
     κλητική ! Φαίστιοι Φαίστιαι Φαίστι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Φαιστίω τὼ Φαιστί τὼ Φαιστίω
      γεν-δοτ τοῖν Φαιστίοιν τοῖν Φαιστίαιν τοῖν Φαιστίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Φαίστιος, -α, -ον (ελληνιστική κοινή)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φαίστιος οἱ Φαίστιοι
      γενική τοῦ Φαιστίου τῶν Φαιστίων
      δοτική τῷ Φαιστί τοῖς Φαιστίοις
    αιτιατική τὸν Φαίστιον τοὺς Φαιστίους
     κλητική ! Φαίστιε Φαίστιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φαιστίω
γεν-δοτ τοῖν  Φαιστίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Φαίστιος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)