Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σουζάνα οι Σουζάνες
      γενική της Σουζάνας των Σουζάνων
    αιτιατική τη Σουζάνα τις Σουζάνες
     κλητική Σουζάνα Σουζάνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σουζάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Susanna (προφορά με [z])< ελληνιστική κοινή Σουσάννα (αντιδάνειο) < εβραϊκή שושנה (šōšannā: κρίνος) < αρχαία αιγυπτιακή zšn (άνθος του λωτού)
z
S
n
M9

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /suˈza.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σου‐ζα‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σουζάνα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία