Σωσάννα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σωσάννα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Σωσάννα, μορφή του Σουσάννα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣωσάννα θηλυκό
- (παρωχημένο) γυναικείο όνομα, άλλη μορφή του Σουσάννα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σωσάννα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός Δε μαρτυρείται πληθυντικός. | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Σωσάννᾰ & Σωσάνᾱ |
αἱ | Σωσάνναι | ||||
γενική | τῆς | Σωσάννης & Σωσάνᾱς |
τῶν | Σωσαννῶν | ||||
δοτική | τῇ | Σωσάννῃ & Σωσάνᾳ |
ταῖς | Σωσάνναις | ||||
αιτιατική | τὴν | Σωσάννᾰν & Σωσάνᾱν |
τὰς | Σωσάννᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Σωσάννᾰ & Σωσάνᾱ |
Σωσάνναι | ||||||
!! Εξαίρεση: Κλίνεται κανονικά όπως «γλῶσσα» & επιπλέον, όπως «χώρα» αν και πριν από την κατάληξη προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σωσάννα < ελληνιστική κοινή Σουσάννα < (λόγιο δάνειο) εβραϊκή ς προέλευσης → δείτε τη λέξη Σουσάννα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣωσάννα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) γυναικείο όνομα, άλλη γραφή του Σουσάννα (η προφορά ... (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ⮡ Σωσσάννα, γενική σε -ας, ή σε -ης (Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ κατά τη μετάφραση του Θεοδοτίωνος)