Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Σκεντέρμπεης
      γενική του Σκεντέρμπεη
    αιτιατική τον Σκεντέρμπεη
     κλητική Σκεντέρμπεη
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκεντέρμπεης < (< Σκενδέρμπεης ;) άμεσο δάνειο από την αλβανική Skënderbeu, μορφολογικά αναλύεται σε Σκεντέρ + μπέης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκεντέρμπεης αρσενικό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία