Σάρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σάρα | οι | Σάρες |
γενική | της | Σάρας | — | |
αιτιατική | τη | Σάρα | τις | Σάρες |
κλητική | Σάρα | Σάρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Σάρα < αρχαία ελληνική Σάρα < εβραϊκή שרה (Śārạ)
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Σάρα θηλυκό
- (θρησκεία) σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ήταν κόρη του Θάρα, σύζυγος του Αβραάμ, μητέρα του Ισαάκ και θεία του Λωτ
- γυναικείο όνομα
- (αστρονομία) αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1904 από τον Αμερικανό αστρονόμο Ρέιμοντ Σμιθ Ντάγκαν και που του έδωσε το όνομα μιας φίλης του
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Σάρα στη Βικιπαίδεια
- 533 Σάρα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός |
---|---|
Ονομαστική | Σάρα |
Γενική | Σάρας |
Δοτική | Σάρᾳ |
Αιτιατική | Σάραν |
Κλητική | Σάρα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Σάρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)