Δείτε επίσης: σάρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σάρα οι Σάρες
      γενική της Σάρας
    αιτιατική τη Σάρα τις Σάρες
     κλητική Σάρα Σάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σάρα θηλυκό

  1. (θρησκεία) σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ήταν κόρη του Θάρα, σύζυγος του Αβραάμ, μητέρα του Ισαάκ και θεία του Λωτ
  2. γυναικείο όνομα
  3. (αστρονομία) αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1904 από τον Αμερικανό αστρονόμο Ρέιμοντ Σμιθ Ντάγκαν και που του έδωσε το όνομα μιας φίλης του

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία