Δείτε επίσης: σάρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σάρα οι Σάρες
      γενική της Σάρας
    αιτιατική τη Σάρα τις Σάρες
     κλητική Σάρα Σάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σάρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Σάρα < εβραϊκή שרה (Śārạ)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σάρα θηλυκό

  1. (θρησκεία) σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ήταν κόρη του Θάρα, σύζυγος του Αβραάμ, μητέρα του Ισαάκ και θεία του Λωτ
  2. γυναικείο όνομα
  3. (αστρονομία) αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1904 από τον Αμερικανό αστρονόμο Ρέιμοντ Σμιθ Ντάγκαν και που του έδωσε το όνομα μιας φίλης του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σάρ
      γενική τῆς Σάρᾱς
      δοτική τῇ Σάρ
    αιτιατική τὴν Σάρᾱν
     κλητική ! Σάρ
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σάρα < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שרה (Śārạ)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σάρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (θρησκεία) το βιβλικό πρόσωπο, Σάρα
  2. (γυναικείο όνομα) Σάρα