Αβραάμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αβραάμ < ελληνιστική κοινή Ἀβραάμ < εβραϊκή אברהם (πατέρας πολλών εθνών) όπως μετονομάστηκε ο Αβράμ (אברם) από τον Θεό (από το βιβλίο της Γενέσεως (Κεφάλαιον ιζ'))
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αβραάμ αρσενικό άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αβραάμ στη Βικιπαίδεια