Αβραάμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Αβραάμ < ελληνιστική κοινή Ἀβραάμ[1] < εβραϊκή אברהם (πατέρας πολλών εθνών) όπως μετονομάστηκε ο Αβράμ (אברם) από τον Θεό (από το βιβλίο της Γενέσεως (Κεφάλαιον ιζ'))
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vɾaˈam/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βρα‐άμ
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αβραάμ αρσενικό άκλιτο
- (θρησκεία) προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, του Κορανίου και του Ακντάς, πατριάρχης του έθνους του Ισραήλ και των Αράβων
- ανδρικό όνομα
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Αβραάμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αβραάμ
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Αβραάμ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)