Πολύβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πολύβιος < ελληνιστική κοινή Πολύβιος < πολύβιος < αρχαία ελληνική πολύς + βίος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύβιος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πολύβιος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πολύβιος | οἱ | Πολύβιοι |
γενική | τοῦ | Πολυβίου | τῶν | Πολυβίων |
δοτική | τῷ | Πολυβίῳ | τοῖς | Πολυβίοις |
αιτιατική | τὸν | Πολύβιον | τοὺς | Πολυβίους |
κλητική ὦ! | Πολύβιε | Πολύβιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πολυβίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πολυβίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολύβιος < πολύβιος < αρχαία ελληνική πολύ- + βίος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύβιος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Πολύβιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.