πολύβιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ πολύβιος | τὸ πολύβιον | οἱ, αἱ πολύβιοι | τὰ πολύβια |
Γενική | τοῦ, τῆς πολυβίου | τοῦ πολυβίου | τῶν πολυβίων | τῶν πολυβίων |
Δοτική | τῷ, τῇ πολυβίῳ | τῷ πολυβίῳ | τοῖς, ταῖς πολυβίοις | τοῖς πολυβίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν πολύβιον | τὸ πολύβιον | τοὺς, τὰς πολυβίους | τὰ πολύβια |
Κλητική | πολύβιε | πολύβιον | πολύβιοι | πολύβια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | πολυβίω | |||
Γενική-Δοτική | πολυβίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολύβιος < αρχαία ελληνική πολύς + βίος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύβιος, -ος, -ον