Περσεύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Περσεύς < αρχαία ελληνική Περσεύς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠερσεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Περσεύς)
- (ελληνική μυθολογία) ο Περσεύς, Περσέας
- όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Per
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Περσέας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Περσεύς
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | ||
---|---|---|---|---|
διαλεκτικά | ||||
ονομαστική | ὁ | Περσεύς | ||
γενική | τοῦ | Περσέως | ιωνικός Περσέος επικός Περσῆος | |
δοτική | τῷ | Περσεῖ | ||
αιτιατική | τὸν | Περσέᾱ | ||
κλητική ὦ! | Περσεῦ | |||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Περσεύς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠερσεύς αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο Περσέας
- για το ψάρι → δείτε τη λέξη περσεύς
Συγγενικά
επεξεργασία- Περσεῖος (επικός τύπος : Περσήϊος)
- Περσείδης (πατρωνυμικό, επικός τύπος : Περσηϊάδης
- περσεύς
Πηγές
επεξεργασία- Περσεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Περσεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.