Δείτε επίσης: περσεύς

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

 
Ο αστερισμός του Περσέως.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Περσεύς < αρχαία ελληνική Περσεύς

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Περσεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Περσεύς)

  1. (ελληνική μυθολογία) ο Περσεύς, Περσέας
  2. όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Per

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         ενικός  
διαλεκτικά
ονομαστική Περσεύς
      γενική τοῦ Περσέως ιωνικός Περσέος
επικός Περσῆος
      δοτική τῷ Περσεῖ
    αιτιατική τὸν Περσέ
     κλητική ! Περσεῦ
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Περσεύς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Περσεύς αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο Περσέας
  2. για το ψάρι → δείτε τη λέξη περσεύς

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία