Νάννος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Νάννος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈna.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νάν‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝάννος αρσενικό (θηλυκό Νάννου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Νάννος | οἱ | Νάννοι |
γενική | τοῦ | Νάννου | τῶν | Νάννων |
δοτική | τῷ | Νάννῳ | τοῖς | Νάννοις |
αιτιατική | τὸν | Νάννον | τοὺς | Νάννους |
κλητική ὦ! | Νάννε | Νάννοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Νάννω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Νάννοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νάννος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝάννος, -ου αρσενικό
- ανδρικό όνομα, άλλη μορφή του Νᾶνος
Πηγές
επεξεργασία- Νάννος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press