Μοσχάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μοσχάτο | τα | Μοσχάτα |
γενική | του | Μοσχάτου | των | Μοσχάτων |
αιτιατική | το | Μοσχάτο | τα | Μοσχάτα |
κλητική | Μοσχάτο | Μοσχάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μοσχάτο < μοσχάτο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈsxa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐σχά‐το
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜοσχάτο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- παράλιο προάστιο της Αθήνας
- χωριό στη περιοχή της Καρδίτσας
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) οικογένεια ποικιλιών αμπέλου που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, βασικότερες των οποίων είναι:
- Μοσχάτο Αλεξανδρείας, προέρχεται από Β. Αφρική, καλλιεργείται στη βόρεια Ελλάδα και κυρίως στη Λήμνο, παράγει ξερό λευκό κρασί.
- Μοσχάτο Αμβούργου, καλλιεργείται στην κεντρική Ελλάδα και κυρίως στον Τύρναβο, παράγει ερυθρό και ροζέ γλυκό κρασί.
- Μοσχάτο λευκό, καλλιεργείται κυρίως στην Πάτρα, Σάμο, Ρόδο και Κεφαλλονιά, παράγει λευκό γλυκό κρασί.
- Μοσχάτο Σπίνας, καλλιεργείται στην ορεινή Κρήτη, παράγει λευκό ξερό ή γλυκό κρασί
- Μοσχάτο Τράνι, προέρχεται από Ιταλία, καλλιεργείται στα νησιά του Αιγαίου, παράγει λευκό ξερό ή γλυκό κρασί.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μοσχάτο στη Βικιπαίδεια