↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κονκλάβιο τα Κονκλάβια
      γενική του Κονκλάβιου
Κονκλαβίου
των Κονκλάβιων
Κονκλαβίων
    αιτιατική το Κονκλάβιο τα Κονκλάβια
     κλητική Κονκλάβιο Κονκλάβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κονκλάβιο < ιταλική conclave[1] ή γαλλική conclave[2] < μεσαιωνική λατινική conclave[3] (παρόμοια σημασία) < λατινική conclave < con- + clavis (κλειδί, (κατ’ επέκταση) δωμάτιο που μπορεί να κλειδωθεί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κονκλάβιο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) άλλη γραφή του κονκλάβιο
  2. (μειωτικό) άλλη γραφή του κονκλάβιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κονκλάβιοΜπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κονκλάβιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. κονκλάβιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας