conclave
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
conclave (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
conclave | conclaves |
Ουσιαστικό επεξεργασία
conclave (fr) αρσενικό
Λατινικά (la) επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
conclave < con- + clave < clavis
Ουσιαστικό επεξεργασία
conclave ουδέτερο
- αίθουσα ή δωμάτιο (κλειδωμένο με κλειδί/clavis)
- κλειστός/κλειδωμένος χώρος
- αίθουσα συνεστιάσεων
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) συνέλευση αξιωματούχων
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) κονκλάβιο, κογκλάβιο
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- conclave - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.