πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονκλάβιο τα κονκλάβια
      γενική του κονκλάβιου
& κονκλαβίου
των κονκλάβιων
& κονκλαβίων
    αιτιατική το κονκλάβιο τα κονκλάβια
     κλητική κονκλάβιο κονκλάβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονκλάβιο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) ο χώρος / το δωμάτιο όπου συνεδριάζουν οι καρδινάλιοι, προκειμένου να εκλέξουν τον νέο πάπα
  2. (κατ’ επέκταση, θρησκεία) το ίδιο το συμβούλιο των καρδιναλίων
  3. (μειωτικό) μυστικοσυμβούλιο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. κονκλάβιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. κονκλάβιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας