κονκλάβιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κονκλάβιο | τα | κονκλάβια |
γενική | του | κονκλάβιου & κονκλαβίου |
των | κονκλάβιων & κονκλαβίων |
αιτιατική | το | κονκλάβιο | τα | κονκλάβια |
κλητική | κονκλάβιο | κονκλάβια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κονκλάβιο ουδέτερο
- (θρησκεία) ο χώρος / το δωμάτιο όπου συνεδριάζουν οι καρδινάλιοι, προκειμένου να εκλέξουν τον νέο πάπα
- (κατ’ επέκταση, θρησκεία) το ίδιο το συμβούλιο των καρδιναλίων
- (μειωτικό) μυστικοσυμβούλιο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κονκλάβιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ κονκλάβιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας