κογκλάβιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κογκλάβιο | τα | κογκλάβια |
γενική | του | κογκλάβιου & κογκλαβίου |
των | κογκλάβιων & κογκλαβίων |
αιτιατική | το | κογκλάβιο | τα | κογκλάβια |
κλητική | κογκλάβιο | κογκλάβια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
κογκλάβιο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη κονκλάβιο