Κεραμεικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κεραμεικός | οι | Κεραμεικοί |
γενική | του | Κεραμεικού | των | Κεραμεικών |
αιτιατική | τον | Κεραμεικό | τους | Κεραμεικούς |
κλητική | Κεραμεικέ | Κεραμεικοί | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κεραμεικός < αρχαία ελληνική Κεραμεικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾa.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐μει‐κός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεραμεικός αρσενικό
- αρχαιολογικός τόπος της Αθήνας
- ※ Στὸ μικρὸ φυλάκιο, τὸ καλύβι τοῦ φύλακα του Κεραμεικοῦ, δὲ φαινόταν φῶς. Κι ὅμως ἡ νύχτα εἶχε ἔρθει ἀπὸ πολλὴν ὥρα καὶ τὰ ἄστρα τρέμανε στὸν οὐρανό. (Ηλίας Βενέζης, Θεώνιχος και Μνησαρέτη, στο περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 402-403 (1-15 Μαρτίου 1944), τόμος 35, σελ. 262)
- συνοικία της Αθήνας στην περιοχή του αρχαιολογικού τόπου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κεραμεικός | οἱ | Κεραμεικοί |
γενική | τοῦ | Κεραμεικοῦ | τῶν | Κεραμεικῶν |
δοτική | τῷ | Κεραμεικῷ | τοῖς | Κεραμεικοῖς |
αιτιατική | τὸν | Κεραμεικόν | τοὺς | Κεραμεικούς |
κλητική ὦ! | Κεραμεικέ | Κεραμεικοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κεραμεικώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κεραμεικοῖν | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚεραμεικός < κεραμ(εύς) + -ικός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεραμεικός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Κεραμεικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεραμεικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.