χερούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χερούλι | τα | χερούλια |
γενική | του | χερουλιού | των | χερουλιών |
αιτιατική | το | χερούλι | τα | χερούλια |
κλητική | χερούλι | χερούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χερούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χερούλι < χέρ(ι) + -ούλι[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çeˈɾu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χε‐ρού‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χερούλι ουδέτερο
- προεξέχον τμήμα ή εξάρτημα αντικειμένου, απ' όπου κανείς μπορεί να το πιάσει.
- έφυγε το χερούλι της βαλίτσας
Συγγενικά επεξεργασία
- χερουλάτης και χερουλάς
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χερούλι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χερούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας