Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράπισμα τα ραπίσματα
      γενική του ραπίσματος των ραπισμάτων
    αιτιατική το ράπισμα τα ραπίσματα
     κλητική ράπισμα ραπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράπισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥάπισμα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾa.pi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρά‐πι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ράπισμα ουδέτερο

  1. το χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη του χεριού
  2. (μεταφορικά) η απότομη ενέργεια η οποία συνοδεύεται από επιθετικά λόγια

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη φάπα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία