ράπισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ράπισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥάπισμα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾa.pi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρά‐πι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ράπισμα ουδέτερο
- το χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη του χεριού
- (μεταφορικά) η απότομη ενέργεια η οποία συνοδεύεται από επιθετικά λόγια
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φάπα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ράπισμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ράπισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας