Δείτε επίσης: ράπισμα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥᾰπισμᾰτ-
ονομαστική τὸ ῥάπισμᾰ τὰ ῥαπίσμᾰτ
      γενική τοῦ ῥαπίσμᾰτος τῶν ῥαπισμᾰ́των
      δοτική τῷ ῥαπίσμᾰτ τοῖς ῥαπίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ῥάπισμᾰ τὰ ῥαπίσμᾰτ
     κλητική ! ῥάπισμᾰ ῥαπίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαπίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ῥαπισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥάπισμα < αρχαία ελληνική ῥαπίζω, ῥαπισ- + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥάπισμα ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) το χαστούκι, η σφαλιάρα
  2. (ελληνιστική κοινή) το χτύπημα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ῥαπίζω