Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥαπίζω < ῥαπίς (ραβδί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥαπίζω

  1. ρίχνω σφαλιάρα, σφοντύλι, χαστούκι, ράπισμα στο πρόσωπο
    ῥεραπισμένα νῶτα (για κάποιον που τις "έφαγε" στον πισινό)
    ταύτην τὴν ἄνθρωπον, τὴν τοιαῦτ᾽ εὐεργετήσασαν αὐτόν... ὑπομιμνῄσκουσαν καὶ ἀξιοῦσαν εὖ παθεῖν τὸ μὲν πρῶτον ῥαπίσας καὶ ἀπειλήσας ἀπέπεμψεν ἀπὸ τῆς οἰκίας :αυτήν την άνθρωπο <το θηλυκό άνθρωπο, τη γυναίκα> που τόσο τον ευεργέτησε... όταν του υπενθύμισε όσα έκανε και αξίωσε κάτι θετικό, πρώτα τη χαστούκισε και μετά με απειλές την έδιωξε από το σπίτι (Ο Δημοσθένης, Κατ΄ Αριστογείτονος, για προφανώς μη συναινετικό διαζύγιο της εποχής)
  2. μαστιγώνω
  3. χτυπώ με ράβδο, ραβδίζω, δέρνω


Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία
  • ενεργητική φωνή: αόριστος ἐρράπισα
  • παθητική φωνή: αόριστος ἐρραπίσθην (οι άλλοι τύποι, μεταγενέστεροι)

Συγγενικά

επεξεργασία