Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελομακάρονο τα μελομακάρονα
      γενική του μελομακάρονου των μελομακάρονων
    αιτιατική το μελομακάρονο τα μελομακάρονα
     κλητική μελομακάρονο μελομακάρονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελομακάρονο < μέλ(ι) + -ο- + μακαρόν(ι)+ -ο[1][2]
 
Μια πιατέλα με μελομακάρονα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.lo.maˈka.ɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λο‐μα‐κά‐ρο‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελομακάρονο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μελομακάρονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μελομακάρονο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    Με σημείωση: «μακαρόνι, πιθ. λόγω τού[sic] μακρόστενου σχήματος τού γλυκού»