Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισήγηση οι εισηγήσεις
      γενική της εισήγησης* των εισηγήσεων
    αιτιατική την εισήγηση τις εισηγήσεις
     κλητική εισήγηση εισηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εισηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισήγηση < αρχαία ελληνική εἰσήγησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εισήγηση θηλυκό

  1. το κείμενο, γραπτό ή προφορικό, που ανακοινώνεται σε μια ομάδα ανθρώπων και αποσκοπεί στην ενημέρωση πάνω σε συγκεκριμένο θέμα και στην υποβολή προτάσεων
  2. η εισαγωγή μιας υπόθεσης στον προϊστάμενο ή σε κάποια ανωτέρα αρχή
    εισήγηση για παραπομπή του κατηγορουμένου προς το Συμβούλιο Εφετών

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία