Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Βερίγγειος Πορθμός
      γενική του Βερίγγειου Πορθμού
    αιτιατική τον Βερίγγειο Πορθμό
     κλητική Βερίγγειε Πορθμέ
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δορυφορική φωτογραφία του Βερίγγειου Πορθμού

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βερίγγειος Πορθμός < το όνομα του Δανού εξερευνητή Βίτους Μπέρινγκ ο οποίος διέπλευσε τον πορθμό[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈɾiŋ.ɟi.os poɾˈθmos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βερίγγειος Πορθμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)