ακροατήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακροατήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροατήριον[1] < ἀκροά(ομαι) + -τήριον (> -τήριο)[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾo.aˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐α‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακροατήριο ουδέτερο
- το κοινό που παρακολουθεί μια καλλιτεχνική εκδήλωση
- το σύνολο των πολιτών που παρακολουθούν τη διεξαγωγή μιας δίκης
- ※ Δικαστήριο και ακροατήριο γελούν για το μέγεθος του ψεύδους. (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια)
- η δημόσια διεξαγωγή μιας δίκης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακροατήριο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακροατήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ακροώμαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.