ὀνοματολόγος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀνοματολόγος < αρχαία ελληνική ὄνομα + λέγω
Επίθετο επεξεργασία
ὀνομᾰτολόγος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που μαζεύει / συγκεντρώνει λέξεις
- (ελληνιστική κοινή) που αναγγέλλει τα ονόματα ανθρώπων
Πηγές επεξεργασία
- ὀνοματολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀνοματολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.