Δείτε επίσης: ονοματολόγος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀνοματολόγος τὸ ὀνοματολόγον
      γενική τοῦ/τῆς ὀνοματολόγου τοῦ ὀνοματολόγου
      δοτική τῷ/τῇ ὀνοματολόγ τῷ ὀνοματολόγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀνοματολόγον τὸ ὀνοματολόγον
     κλητική ! ὀνοματολόγε ὀνοματολόγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀνοματολόγοι τὰ ὀνοματολόγ
      γενική τῶν ὀνοματολόγων τῶν ὀνοματολόγων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀνοματολόγοις τοῖς ὀνοματολόγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀνοματολόγους τὰ ὀνοματολόγ
     κλητική ! ὀνοματολόγοι ὀνοματολόγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀνοματολόγω τὼ ὀνοματολόγω
      γεν-δοτ τοῖν ὀνοματολόγοιν τοῖν ὀνοματολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀνοματολόγος < αρχαία ελληνική ὄνομα + λέγω

  Επίθετο επεξεργασία

ὀνομᾰτολόγος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) που μαζεύει / συγκεντρώνει λέξεις
  2. (ελληνιστική κοινή) που αναγγέλλει τα ονόματα ανθρώπων
     συνώνυμα: λατινικά nomenclator

  Πηγές επεξεργασία