Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ονοματολόγος οι ονοματολόγοι
      γενική του/της ονοματολόγου των ονοματολόγων
    αιτιατική τον/την ονοματολόγο τους/τις ονοματολόγους
     κλητική ονοματολόγε ονοματολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονοματολόγος < ελληνιστική κοινή ὀνοματολόγος < αρχαία ελληνική ὄνομα + λέγω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική onomatologue[1] [2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική onomatologist[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονοματολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 ονοματολόγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ονοματολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας