Δείτε επίσης: οθνείος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὀθνεῖος ὀθνεί
ὀθνεῖος
τὸ ὀθνεῖον
      γενική τοῦ ὀθνείου τῆς ὀθνείᾱς
ὀθνείου
τοῦ ὀθνείου
      δοτική τῷ ὀθνεί τῇ ὀθνεί
ὀθνεί
τῷ ὀθνεί
    αιτιατική τὸν ὀθνεῖον τὴν ὀθνείᾱν
ὀθνεῖον
τὸ ὀθνεῖον
     κλητική ! ὀθνεῖε ὀθνεί
ὀθνεῖε
ὀθνεῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὀθνεῖοι αἱ ὀθνεῖαι
ὀθνεῖοι
τὰ ὀθνεῖ
      γενική τῶν ὀθνείων τῶν ὀθνείων
ὀθνείων
τῶν ὀθνείων
      δοτική τοῖς ὀθνείοις ταῖς ὀθνείαις
ὀθνείοις
τοῖς ὀθνείοις
    αιτιατική τοὺς ὀθνείους τὰς ὀθνείᾱς
ὀθνείους
τὰ ὀθνεῖ
     κλητική ! ὀθνεῖοι ὀθνεῖαι
ὀθνεῖοι
ὀθνεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀθνείω τὼ ὀθνεί
ὀθνείω
τὼ ὀθνείω
      γεν-δοτ τοῖν ὀθνείοιν τοῖν ὀθνείαιν
ὀθνείοιν
τοῖν ὀθνείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀθνεῖος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀθνεῖος, -α/-ος, -ον

  1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος
  2. παράξενος, ξένος, αλλογενής
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 532 (532-533)
    ΗΡ. ὀθνεῖος ἢ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις; | ΑΔ. ὀθνεῖος, ἄλλως δ᾽ ἦν ἀναγκαία δόμοις.
    ΗΡΑ. Ήταν απ᾽ τη γενιά σου ή ήταν ξένη; | ΑΔΜ. Ξένη, μα είχε δεσμούς μ᾽ αυτό το σπίτι.
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 60, [114 N.] — 25 @scaife.perseus
    κρέσσον τὰ οἰκήΐα ἐλέγχειν ἁμαρτήματα ἢ τὰ ὀθνεῖα
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Περικλῆς, 29.2
    ὅλως διετέλει κολούων, ὡς μηδὲ τοῖς ὀνόμασι γνησίους, ἀλλ᾽ ὀθνείους καὶ ξένους, ὅτι τῶν Κίμωνος υἱῶν τῷ μὲν ἦν Λακεδαιμόνιος ὄνομα, τῷ δὲ Θεσσαλός, τῷ δ᾽ Ἠλεῖος.
    Γενικά προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ταπεινώσει τους γιους του Κίμωνα, γιατί, όπως έλεγε, και τα ονόματά τους ακόμη δείχνουν πως δεν είναι γνήσιοι Αθηναίοι, παρά νόθοι και ξένοι, αφού ο ένας λεγόταν Λακεδαιμόνιος, ο δεύτερος Θεσσαλός και ο τρίτος Ηλείος.
    Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek-language.gr
     συνώνυμα: ἀλλότριος
     αντώνυμα: οἰκεῖος, συγγενής