γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἱμεροεντ-, θηλυκό: ἱμεροετ-
ονομαστική ἱμερόεις ἱμερόεσσ τὸ ἱμερόεν
      γενική τοῦ ἱμερόεντος τῆς ἱμεροέσσης τοῦ ἱμερόεντος
      δοτική τῷ ἱμερόεντ τῇ ἱμεροέσσ τῷ ἱμερόεντ
    αιτιατική τὸν ἱμερόεντ τὴν ἱμερόεσσᾰν τὸ ἱμερόεν
     κλητική ! ἱμερόεν ἱμερόεσσ ἱμερόεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἱμερόεντες αἱ ἱμερόεσσαι τὰ ἱμερόεντ
      γενική τῶν ἱμεροέντων τῶν ἱμεροεσσῶν τῶν ἱμεροέντων
      δοτική τοῖς ἱμερόεσῐ(ν) ταῖς ἱμεροέσσαις τοῖς ἱμεροέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἱμερόεντᾰς τὰς ἱμεροέσσᾱς τὰ ἱμερόεντ
     κλητική ! ἱμερόεντες ἱμερόεσσαι ἱμερόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἱμερόεντε τὼ ἱμεροέσσ τὼ ἱμερόεντε
      γεν-δοτ τοῖν ἱμεροέντοιν τοῖν ἱμεροέσσαιν τοῖν ἱμεροέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱμερόεις < ἵμερ(ος) + -όεις. Δείτε αντίστοιχο σχηματισμό των λέξεων ἀστερόεις και δακρυόεις.[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἱμερόεις, -εσσα, -εν, υπερθετικός: ἱμεροέστατος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.