δακρυόεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δακρυόεις < δάκρυον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαδακρυόεις, -εσσα, -εν
- (για πρόσωπα) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος
- → δείτε παράθεμα στο δακρυόεν (το ουδέτερο, και ως επίρρημα)
- (για πράγματα) που προκαλεί δάκρυα, αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος
Κλίση
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
δακρυοεντ-, θηλυκό: δακρυοετ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | δακρυόεις | ἡ | δακρυόεσσᾰ | τὸ | δακρυόεν | |
γενική | τοῦ | δακρυόεντος | τῆς | δακρυοέσσης | τοῦ | δακρυόεντος | |
δοτική | τῷ | δακρυόεντῐ | τῇ | δακρυοέσσῃ | τῷ | δακρυόεντῐ | |
αιτιατική | τὸν | δακρυόεντᾰ | τὴν | δακρυόεσσᾰν | τὸ | δακρυόεν δακρυόειν- στον ⌘Απολλώνιο 4.1291 | |
κλητική ὦ! | δακρυόεν | δακρυόεσσᾰ | δακρυόεν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | δακρυόεντες | αἱ | δακρυόεσσαι | τὰ | δακρυόεντᾰ | |
γενική | τῶν | δακρυοέντων | τῶν | δακρυοεσσῶν | τῶν | δακρυοέντων | |
δοτική | τοῖς | δακρυόεσῐ(ν) | ταῖς | δακρυοέσσαις | τοῖς | δακρυοέσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | δακρυόεντᾰς | τὰς | δακρυοέσσᾱς | τὰ | δακρυόεντᾰ | |
κλητική ὦ! | δακρυόεντες | δακρυόεσσαι | δακρυόεντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δακρυόεντε | τὼ | δακρυοέσσᾱ | τὼ | δακρυόεντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | δακρυοέντοιν | τοῖν | δακρυοέσσαιν | τοῖν | δακρυοέντοιν | |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- δακρυόεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δακρυόεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.