Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δακρυσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δακρυσμέν
ος
η
δακρυσμέν
η
το
δακρυσμέν
ο
γενική
του
δακρυσμέν
ου
της
δακρυσμέν
ης
του
δακρυσμέν
ου
αιτιατική
τον
δακρυσμέν
ο
τη
δακρυσμέν
η
το
δακρυσμέν
ο
κλητική
δακρυσμέν
ε
δακρυσμέν
η
δακρυσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δακρυσμέν
οι
οι
δακρυσμέν
ες
τα
δακρυσμέν
α
γενική
των
δακρυσμέν
ων
των
δακρυσμέν
ων
των
δακρυσμέν
ων
αιτιατική
τους
δακρυσμέν
ους
τις
δακρυσμέν
ες
τα
δακρυσμέν
α
κλητική
δακρυσμέν
οι
δακρυσμέν
ες
δακρυσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
δακρυσμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δακρύζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δακρυσμένος
γαλλικά
: en
pleurs
(fr)
,
larmoyant
(fr)