larmoyant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
larmoyant | larmoyants |
Επίθετο
επεξεργασίαlarmoyant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | larmoyant | larmoyants |
θηλυκό | larmoyante | larmoyantes |
ενικός | πληθυντικός |
larmoyant | larmoyants |
larmoyant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | larmoyant | larmoyants |
θηλυκό | larmoyante | larmoyantes |