Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δακρυόεν: κλιτικός τύπος επιθέτου· το ουδέτερο ενικού και ως επίρρημα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δακρυόεν

  Επίρρημα επεξεργασία

δακρυόεν