κενοτάφιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κενοτάφιο | τα | κενοτάφια |
γενική | του | κενοτάφιου & κενοταφίου |
των | κενοτάφιων & κενοταφίων |
αιτιατική | το | κενοτάφιο | τα | κενοτάφια |
κλητική | κενοτάφιο | κενοτάφια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κενοτάφιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κενοτάφιον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.noˈta.fi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐νο‐τά‐φι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κενοτάφιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κενοτάφιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας