Δείτε επίσης: κοινοτάφιον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κενοτάφιον τὰ κενοτάφι
      γενική τοῦ κενοταφίου τῶν κενοταφίων
      δοτική τῷ κενοταφί τοῖς κενοταφίοις
    αιτιατική τὸ κενοτάφιον τὰ κενοτάφι
     κλητική ! κενοτάφιον κενοτάφι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κενοταφίω
γεν-δοτ τοῖν  κενοταφίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κενοτάφιον < κενο- + τάφ(ος) + -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κενοτάφιον, -ου αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κενός και τάφος