κοινοτάφιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κοινοτάφιον | τὰ | κοινοτάφιᾰ |
γενική | τοῦ | κοινοταφίου | τῶν | κοινοταφίων |
δοτική | τῷ | κοινοταφίῳ | τοῖς | κοινοταφίοις |
αιτιατική | τὸ | κοινοτάφιον | τὰ | κοινοτάφιᾰ |
κλητική ὦ! | κοινοτάφιον | κοινοτάφιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοινοταφίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοινοταφίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοινοτάφιον ουδέτερο
- δημόσιο μνήμα, κοινοτάφιο
- ῞Οτι εἰ μὲν τετέλεσται σιωπηρῶς ἡ περὶ τοῦ κοινοταφίου τῶν νεκρῶν ἐνταῦθα γενομένη συμβουλή, οὐκ ἀναγκαῖον ἐξετάζειν. (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 2, 468, 4)
Συγγενικά
επεξεργασία- κοινοταφής (σε επιγραφή)
→ και δείτε τις λέξεις κοινός και τάφος
Πηγές
επεξεργασία- κοινοτάφιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.