ἀστερόεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀστερόεις < ἀστήρ, ἀστερ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂stḗr • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἀστερόεις, -εσσα, -εν
- που είναι έναστρος, γεμάτος αστέρια
- που λάμπει σαν αστέρι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 370 (368-371)
- Ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
Ἡφαίστου δ’ ἵκανε δόμον Θέτις ἀργυρόπεζα
ἄφθιτον ἀστερόεντα, μεταπρεπέ’ ἀθανάτοισι
χάλκεον, ὅν ῥ’ αὐτὸς ποιήσατο κυλλοποδίων.- Ωστόσο η Θέτις έφθανε στο δώμα του Ηφαίστου
άφθαρτο, χάλκινο, λαμπρό σαν κατάστρος αιθέρας,
εξαίσιο μες στα δώματα των αθανάτων όλα,
που ο ζαβοσκέλης ο θεός ο ίδιος είχε κάμει· - Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- Ωστόσο η Θέτις έφθανε στο δώμα του Ηφαίστου
- Ὣς οἳ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 370 (368-371)
Πηγές
επεξεργασία- ἀστερόεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀστερόεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.