Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἡσυχώτερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἡσυχώτερ
ος
ἡ
ἡσυχωτέρ
ᾱ
τὸ
ἡσυχώτερ
ον
γενική
τοῦ
ἡσυχωτέρ
ου
τῆς
ἡσυχωτέρ
ᾱς
τοῦ
ἡσυχωτέρ
ου
δοτική
τῷ
ἡσυχωτέρ
ῳ
τῇ
ἡσυχωτέρ
ᾳ
τῷ
ἡσυχωτέρ
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἡσυχώτερ
ον
τὴν
ἡσυχωτέρ
ᾱν
τὸ
ἡσυχώτερ
ον
κλητική
ὦ
!
ἡσυχώτερ
ε
ἡσυχωτέρ
ᾱ
ἡσυχώτερ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἡσυχώτερ
οι
αἱ
ἡσυχώτερ
αι
τὰ
ἡσυχώτερ
ᾰ
γενική
τῶν
ἡσυχωτέρ
ων
τῶν
ἡσυχωτέρ
ων
τῶν
ἡσυχωτέρ
ων
δοτική
τοῖς
ἡσυχωτέρ
οις
ταῖς
ἡσυχωτέρ
αις
τοῖς
ἡσυχωτέρ
οις
αιτιατική
τοὺς
ἡσυχωτέρ
ους
τὰς
ἡσυχωτέρ
ᾱς
τὰ
ἡσυχώτερ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἡσυχώτερ
οι
ἡσυχώτερ
αι
ἡσυχώτερ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἡσυχωτέρ
ω
τὼ
ἡσυχωτέρ
ᾱ
τὼ
ἡσυχωτέρ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἡσυχωτέρ
οιν
τοῖν
ἡσυχωτέρ
αιν
τοῖν
ἡσυχωτέρ
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λόγιος'
όπως «
λόγιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἡσυχώτερος
<
ἥσυχ(ος)
+
-ώτερος
Επίθετο
επεξεργασία
ἡσυχώτερος, -α, -ον
συγκριτικός
βαθμός
του
ἥσυχος
Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός
Επίθετο
ἥσυχος
ἡσυχώτερος
/
ἡσυχαίτερος
ἡσυχώτατος
/
ἡσυχαίτατος
Επίρρημα
ἡσύχως
/
ἡσυχῇ
/
ἥσυχα
ἡσυχώτερον
/
ἡσυχαίτερον
ἡσυχώτατα
/
ἡσυχαίτατα