γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἡσυχώτερος ἡσυχωτέρ τὸ ἡσυχώτερον
      γενική τοῦ ἡσυχωτέρου τῆς ἡσυχωτέρᾱς τοῦ ἡσυχωτέρου
      δοτική τῷ ἡσυχωτέρ τῇ ἡσυχωτέρ τῷ ἡσυχωτέρ
    αιτιατική τὸν ἡσυχώτερον τὴν ἡσυχωτέρᾱν τὸ ἡσυχώτερον
     κλητική ! ἡσυχώτερε ἡσυχωτέρ ἡσυχώτερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἡσυχώτεροι αἱ ἡσυχώτεραι τὰ ἡσυχώτερ
      γενική τῶν ἡσυχωτέρων τῶν ἡσυχωτέρων τῶν ἡσυχωτέρων
      δοτική τοῖς ἡσυχωτέροις ταῖς ἡσυχωτέραις τοῖς ἡσυχωτέροις
    αιτιατική τοὺς ἡσυχωτέρους τὰς ἡσυχωτέρᾱς τὰ ἡσυχώτερ
     κλητική ! ἡσυχώτεροι ἡσυχώτεραι ἡσυχώτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡσυχωτέρω τὼ ἡσυχωτέρ τὼ ἡσυχωτέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἡσυχωτέροιν τοῖν ἡσυχωτέραιν τοῖν ἡσυχωτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡσυχώτερος < ἥσυχ(ος) + -ώτερος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἡσυχώτερος, -α, -ον