ἡσυχαίτερον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἡσυχαίτερον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἡσυχαίτερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἡσυχαίτερος
Επίρρημα
επεξεργασίαἡσυχαίτερον
- συγκριτικός βαθμός του ἡσύχως
- ※ τοῦτο δὲ ἀπὸ κτηνῶν, φασίν, ὑποζυγίων, ἃ δαμαζόμενα εὐπειθέστερον ὕπεισι τὸν ζυγὸν καὶ ἡσυχαίτερον σφαδᾴζουσι (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 4, 858, 7)