ἡσυχαίτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἡσυχαίτερος, -α, -ον
- συγκριτικός βαθμός του ἥσυχος
- ※ οὕτω δὴ ἡσυχαίτερος μὲν ἦν, ἐν δὲ ταῖς συνουσίαις πάμπαν ἐπίχαρις (Ξενοφών, Κύρου Παιδεία, 1, 4, 4)
ἡσυχαίτερος, -α, -ον