γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἡσυχαίτερος ἡσυχαιτέρ τὸ ἡσυχαίτερον
      γενική τοῦ ἡσυχαιτέρου τῆς ἡσυχαιτέρᾱς τοῦ ἡσυχαιτέρου
      δοτική τῷ ἡσυχαιτέρ τῇ ἡσυχαιτέρ τῷ ἡσυχαιτέρ
    αιτιατική τὸν ἡσυχαίτερον τὴν ἡσυχαιτέρᾱν τὸ ἡσυχαίτερον
     κλητική ! ἡσυχαίτερε ἡσυχαιτέρ ἡσυχαίτερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἡσυχαίτεροι αἱ ἡσυχαίτεραι τὰ ἡσυχαίτερ
      γενική τῶν ἡσυχαιτέρων τῶν ἡσυχαιτέρων τῶν ἡσυχαιτέρων
      δοτική τοῖς ἡσυχαιτέροις ταῖς ἡσυχαιτέραις τοῖς ἡσυχαιτέροις
    αιτιατική τοὺς ἡσυχαιτέρους τὰς ἡσυχαιτέρᾱς τὰ ἡσυχαίτερ
     κλητική ! ἡσυχαίτεροι ἡσυχαίτεραι ἡσυχαίτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡσυχαιτέρω τὼ ἡσυχαιτέρ τὼ ἡσυχαιτέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἡσυχαιτέροιν τοῖν ἡσυχαιτέραιν τοῖν ἡσυχαιτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡσυχαίτερος < ἥσυχ(ος) + -αίτερος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἡσυχαίτερος, -α, -ον

  1. συγκριτικός βαθμός του ἥσυχος
    ※  οὕτω δὴ ἡσυχαίτερος μὲν ἦν, ἐν δὲ ταῖς συνουσίαις πάμπαν ἐπίχαρις (Ξενοφών, Κύρου Παιδεία, 1, 4, 4)