ἔξωρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔξωρος | τὸ | ἔξωρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐξώρου | τοῦ | ἐξώρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐξώρῳ | τῷ | ἐξώρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔξωρον | τὸ | ἔξωρον | ||
κλητική ὦ! | ἔξωρε | ἔξωρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔξωροι | τὰ | ἔξωρᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐξώρων | τῶν | ἐξώρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐξώροις | τοῖς | ἐξώροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐξώρους | τὰ | ἔξωρᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔξωροι | ἔξωρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξώρω | τὼ | ἐξώρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξώροιν | τοῖν | ἐξώροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἔξωρος, -ος, -ον
- αταίριαστος, παράκαιρος, πρόωρος, ανάρμοστος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 618 (616-618)
- εὖ νῦν ἐπίστω τῶνδέ μ᾽ αἰσχύνην ἔχειν, | κεἰ μὴ δοκῶ σοι· μανθάνω δ᾽ ὁθούνεκα | ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα.
- Ξέρε τώρα καλά πως και γω νιώθω ντροπή γι᾽ αυτά | κι αν συ δεν το πιστεύεις· καταλαβαίνω πως το φέρσιμό μου | ούτε της ηλικίας μου είναι κι ούτε στη θέση μου ταιριάζει·
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- εὖ νῦν ἐπίστω τῶνδέ μ᾽ αἰσχύνην ἔχειν, | κεἰ μὴ δοκῶ σοι· μανθάνω δ᾽ ὁθούνεκα | ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα.
- ≈ συνώνυμα: ἄκαιρος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 618 (616-618)
- πολύ μεγάλος σε ηλικία
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 95 @scaife.perseus
- ἐπειδὴ δὲ ταῦτα μὲν ἀπωλώλει καὶ κατεκεκύβευτο καὶ κατωψοφάγητο, οὑτοσὶ δʼ ἔξωρος ἐγένετο, ἐδίδου δʼ εἰκότως οὐδεὶς ἔτι οὐδέν, ἡ δὲ βδελυρὰ φύσις καὶ ἀνόσιος ἀεὶ[*] τῶν αὐτῶν ἐπεθύμει,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 17, 15 Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι @wikisource
- μετέστησε γὰρ τὸν παῖδα μικρὸν ὕστερον ἀφανῶς ὑπεξαγαγὼν καὶ τῷ Κλεοδήμῳ τινὰ παραστῆναι διένευσε τῶν ἐξώρων ἤδη καὶ καρτερῶν, ὀρεωκόμον τινὰ ἢ ἱπποκόμον.
- Λίγο αργότερα πάντως αντικατέστησε διακριτικά τον νεαρό υπηρέτη, απομακρύνοντάς τον από το συμπόσιο, και έκανε νόημα να σταθεί κοντά στον Κλεόδημο κάποιος άνδρας περασμένης ηλικίας και γεροδεμένος, κάποιος από αυτούς που φρόντιζαν τα μουλάρια ή τα άλογα.
- Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- μετέστησε γὰρ τὸν παῖδα μικρὸν ὕστερον ἀφανῶς ὑπεξαγαγὼν καὶ τῷ Κλεοδήμῳ τινὰ παραστῆναι διένευσε τῶν ἐξώρων ἤδη καὶ καρτερῶν, ὀρεωκόμον τινὰ ἢ ἱπποκόμον.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 95 @scaife.perseus
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα νέα ελληνικά: ξούρας
Πηγές
επεξεργασία- ἔξωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔξωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.