ξούρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξούρας | οι | ξούρες |
γενική | του | ξούρα | των | ξούρων |
αιτιατική | τον | ξούρα | τους | ξούρες |
κλητική | ξούρα | ξούρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξούρας < αρχαία ελληνική ἔξωρος < ἔξω + ὥρα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξούρας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξούρας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ξούρας