↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεροξούρας οι γεροξούρες
      γενική του γεροξούρα
    αιτιατική τον γεροξούρα τους γεροξούρες
     κλητική γεροξούρα γεροξούρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεροξούρας < (γέρος) γερο- + ξούρας [1] < αρχαία ελληνική ἔξωρος < ἔξω + ὥρα. Δείτε και -ούρας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.ɾoˈksu.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ρο‐ξού‐ρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεροξούρας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία