Δείτε επίσης: ξουρία

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξούρα οι ξούρες
      γενική της ξούρας
    αιτιατική την ξούρα τις ξούρες
     κλητική ξούρα ξούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

ξούρα < ξουρ(ίζω) + (αναδρομικός σχηματισμός)
για τη μεταφορική σημασία < συσχετισμός με κουτσομπολιά σε κουρείο. Δείτε και το ελληνιστικό κουρεύς (κουτσομπόλης), το μεσαιωνικό τσουρουχία (< *ξύριχος) και το νεοελληνικό μούσι.[1]

  Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξού‐ρα

  Ουσιαστικό

ξούρα θηλυκό

  Αναφορές