ἐπιμύλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπιμύλιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐπιμύλιος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
- επίθετο της θεάς Αρτέμιδος
- αυτός που ανήκει στη μυλόπετρα, που σχετίζεται με τη μυλόπετρα
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Κριταί (Βατικανός Κώδικας), 9.53, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- καὶ ἔρριψεν γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμυλίου ἐπὶ κεφαλὴν Αβιμελεχ καὶ ἔκλασεν τὸ κρανίον αὐτοῦ.
- καὶ ἔρριψεν γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμυλίου καὶ ἔκλασεν τὸ κρανίον αὐτοῦ. (⌘ Παλαιά Διαθήκη, Κριταί (Αλεξανδρινός Κώδικας), 9.53, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus)
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Κριταί (Βατικανός Κώδικας), 9.53, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (τὸ ἐπιμύλιον): η πάνω μυλόπετρα
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Δευτερονόμιον, 24.6, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον οὐδὲ ἐπιμύλιον, ὅτι ψυχὴν οὗτος ἐνεχυράζει.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Δευτερονόμιον, 24.6, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- (το θηλυκό και το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα): τραγούδι, που έλεγαν κατά το άλεσμα δημητριακών στο μύλο
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.10, 618d @scaife.perseus.
- ἱμαῖος ἡ ἐπιμύλιος καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον, ἴσως ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.10, 618d @scaife.perseus.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιμύλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.