Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπιμύλιος τὸ ἐπιμύλιον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιμυλίου τοῦ ἐπιμυλίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιμυλί τῷ ἐπιμυλί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπιμύλιον τὸ ἐπιμύλιον
     κλητική ! ἐπιμύλιε ἐπιμύλιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπιμύλιοι τὰ ἐπιμύλι
      γενική τῶν ἐπιμυλίων τῶν ἐπιμυλίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιμυλίοις τοῖς ἐπιμυλίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιμυλίους τὰ ἐπιμύλι
     κλητική ! ἐπιμύλιοι ἐπιμύλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιμυλίω τὼ ἐπιμυλίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιμυλίοιν τοῖν ἐπιμυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιμύλιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπιμύλιος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
  2. επίθετο της θεάς Αρτέμιδος
  3. αυτός που ανήκει στη μυλόπετρα, που σχετίζεται με τη μυλόπετρα
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιά Διαθήκη,Κριταί (Βατικανός Κώδικας), 9.53, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
    καὶ ἔρριψεν γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμυλίου ἐπὶ κεφαλὴν Αβιμελεχ καὶ ἔκλασεν τὸ κρανίον αὐτοῦ.
    καὶ ἔρριψεν γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμυλίου καὶ ἔκλασεν τὸ κρανίον αὐτοῦ. ( Παλαιά Διαθήκη, Κριταί (Αλεξανδρινός Κώδικας), 9.53, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus)
  4. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (τὸ ἐπιμύλιον): η πάνω μυλόπετρα
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιά Διαθήκη,Δευτερονόμιον, 24.6, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον οὐδὲ ἐπιμύλιον, ὅτι ψυχὴν οὗτος ἐνεχυράζει.
  5. (το θηλυκό και το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα): τραγούδι, που έλεγαν κατά το άλεσμα δημητριακών στο μύλο
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.10, 618d @scaife.perseus.
    ἱμαῖος ἡ ἐπιμύλιος καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον, ἴσως ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία